Το ξεφύλλισμα του… Τύπου μάς μεταφέρει σ’ ένα μακρινό και άγνωστο παρελθόν, θυμίζοντάς μας «εικόνες» γιορτασμού του Πάσχα και τα έθιμα από την περίοδο της Μπελ Επόκ.
Τα χαλκούνια
Ο «Νεολόγος» δημοσιεύει το θάνατο ενός νέου από τα χαλκούνια.
Γράφει η εφημερίδα στις 12 Απριλίου 1902:
ΕΤΕΡΟΝ ΘΥΜΑ ΧΑΛΚΟΥΝΙΩΝ
Προχθές εις το ενταύθα δημοτικόν Νοσοκομείον ένθα ενοσηλεύετο απεβίωσεν ο εικοσιεπταετής νέος Γεώργιος Αναγνωστόπουλος ή Καρμάλης εκ Τεμένης, όστις κατά το εσπέρας της Μ. Παρασκευής εκάη εκ των χαλκουνίων τα οποία μεθ’ εαυτού έφερε προς πώλησιν. Η πυρίτις αναφλεχθείσα κατέκαυσε την κοιλίαν του ατυχούς νέου, όστις αφού επί ημέρες εδοκίμασε τας φρικωδεστέρας των αλγηδόνων εκ των εγκαυμάτων απεβίωσε προχθές.
Γράφει η εφημερίδα στις 12 Απριλίου 1902:
ΕΤΕΡΟΝ ΘΥΜΑ ΧΑΛΚΟΥΝΙΩΝ
Προχθές εις το ενταύθα δημοτικόν Νοσοκομείον ένθα ενοσηλεύετο απεβίωσεν ο εικοσιεπταετής νέος Γεώργιος Αναγνωστόπουλος ή Καρμάλης εκ Τεμένης, όστις κατά το εσπέρας της Μ. Παρασκευής εκάη εκ των χαλκουνίων τα οποία μεθ’ εαυτού έφερε προς πώλησιν. Η πυρίτις αναφλεχθείσα κατέκαυσε την κοιλίαν του ατυχούς νέου, όστις αφού επί ημέρες εδοκίμασε τας φρικωδεστέρας των αλγηδόνων εκ των εγκαυμάτων απεβίωσε προχθές.
Εκτός των δυσάρεστων ομοιοτήτων, υπάρχουν και οι ευχάριστες, των πιστών που συρρέουν στις εκκλησίες για το στόλισμα των Επιταφίων. Χαρακτηριστικό είναι το δημοσίευμα στις 26 Απριλίου του 1900:
Ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΤΑΝΑΣΣΗΣ
Εάν κατά τους άλλους χρόνους ο Επιτάφιος της Παντανάσσης ήτο εξαίσιος και επιβλητικός την θέαν, το θέαμα του εφετεινού ήτο κάτι τι το οποίον δεν είναι δυνατόν να περιγραφή, διότι εις την λαμπρότητα και εις την μαγική του μεγαλοπρέπειαν συνέβαλαν χείρες παρθενικοί, αβραί, των οποίων η φιλοκαλία είναι και αυτή απερίγραπτος.
Και ούτως ο επιτάφιος της Παντανάσσης, υπερβολών και εφέτος όλους τους επιταφίους της πόλεως υπό πάσας και δη υπό την άποψιν του διακόσμου, υπερέβαλεν ουχ’ ήττον και όλους τους προϋπάρξαντας του ιδίου ναού.
Εάν κατά τους άλλους χρόνους ο Επιτάφιος της Παντανάσσης ήτο εξαίσιος και επιβλητικός την θέαν, το θέαμα του εφετεινού ήτο κάτι τι το οποίον δεν είναι δυνατόν να περιγραφή, διότι εις την λαμπρότητα και εις την μαγική του μεγαλοπρέπειαν συνέβαλαν χείρες παρθενικοί, αβραί, των οποίων η φιλοκαλία είναι και αυτή απερίγραπτος.
Και ούτως ο επιτάφιος της Παντανάσσης, υπερβολών και εφέτος όλους τους επιταφίους της πόλεως υπό πάσας και δη υπό την άποψιν του διακόσμου, υπερέβαλεν ουχ’ ήττον και όλους τους προϋπάρξαντας του ιδίου ναού.
Η συρροή εις τας Εκκλησίας
Και άλλοτε...
Σήμερα βέβαια... «τα απάρθενα κορίτσια της γειτονιάς»... δεν υποχρεώνονται να στολίσουν τον Επιτάφιο της ενορίας τους.
Η κοσμοσυρροή, όμως, στις εκκλησίες είναι η ίδια, με εκείνη των αρχών του αιώνα μας, όπως ίδιες είναι και οι εκδηλώσεις με το άκουσμα της πρώτης Ανάστασης.
Η μοναδική διαφορά βρίσκεται στο γεγονός ότι σήμερα έχει εκλείψει το μίσος κατά των Εβραίων.
Η ΠΡΩΤΗ ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ
Οι πυροβολισμοί - Ο καιρός
Η ανατολή της χθεσινής ημέρας συνωδεύθη ως εικός με μεγάλην ζωηρότητα λόγω της εορτής. Ο κόσμος έσπευσεν αθρόος εις τας εκκλησίας δια ν’ ακούση την πρώτην Ανάστασιν, ήδη δε ως οι κώδωνες των εκκλησιών ανήγγειλαν την τέλεσίν της. μια ομοβροντία πυροβολισμών και θραυομένων πήλινων ή υάλινων αγγείων ηκολούθησαν εκ μέρους ολοκλήρου της πόλεως.
Το έθιμον ως βλέπετε, δεν εμειώθη ουδ’ επ’ ελάχιστον και ο κόσμος μετ’ ακριβείας φαίνεται περιμένει κάθε Μ. Σάββατον ν’ ακούση την πρωινήν εκκλησιαστικήν κωδωνοκρουσίαν, την συμβολίζουσαν την Ανάστασιν δια να εκδηλώση την αποστροφήν του και την εκδίκησίν του κατά των ηττημένων Εβραίων εις την πομπήν των οποίων πυροβολεί και θραύει ό,τι έχει παληό.
Οι πυροβολισμοί ιδίως εξηκολούθησαν μέχρι βαθυτάτης νυκτός ή μάλλον δεν διεκόπησαν καθόλου, χωρίς ευτυχώς μέχρι της στιγμής αυτής να γνωσθή και δυσάρεστόν τι συμβάν.
Και φαίνεται ότι θα περάσωμεν καλό Πάσχα αφού ο καιρός μέχρι της πρωίας χθες εξηκολούθη να μας λούζη με αδιάκοπον βροχήν, ο καιρός αυτός ηυδόκηαεν επί τέλους να κρατήση και η νυξ επήλθε με ουρανόν κατά το πλείστον έναστρον και ακίνδυνον.
Η ανατολή της χθεσινής ημέρας συνωδεύθη ως εικός με μεγάλην ζωηρότητα λόγω της εορτής. Ο κόσμος έσπευσεν αθρόος εις τας εκκλησίας δια ν’ ακούση την πρώτην Ανάστασιν, ήδη δε ως οι κώδωνες των εκκλησιών ανήγγειλαν την τέλεσίν της. μια ομοβροντία πυροβολισμών και θραυομένων πήλινων ή υάλινων αγγείων ηκολούθησαν εκ μέρους ολοκλήρου της πόλεως.
Το έθιμον ως βλέπετε, δεν εμειώθη ουδ’ επ’ ελάχιστον και ο κόσμος μετ’ ακριβείας φαίνεται περιμένει κάθε Μ. Σάββατον ν’ ακούση την πρωινήν εκκλησιαστικήν κωδωνοκρουσίαν, την συμβολίζουσαν την Ανάστασιν δια να εκδηλώση την αποστροφήν του και την εκδίκησίν του κατά των ηττημένων Εβραίων εις την πομπήν των οποίων πυροβολεί και θραύει ό,τι έχει παληό.
Οι πυροβολισμοί ιδίως εξηκολούθησαν μέχρι βαθυτάτης νυκτός ή μάλλον δεν διεκόπησαν καθόλου, χωρίς ευτυχώς μέχρι της στιγμής αυτής να γνωσθή και δυσάρεστόν τι συμβάν.
Και φαίνεται ότι θα περάσωμεν καλό Πάσχα αφού ο καιρός μέχρι της πρωίας χθες εξηκολούθη να μας λούζη με αδιάκοπον βροχήν, ο καιρός αυτός ηυδόκηαεν επί τέλους να κρατήση και η νυξ επήλθε με ουρανόν κατά το πλείστον έναστρον και ακίνδυνον.
Τέλος, να θυμίσουμε μέρος των γραπτών του Παναγιώτη Κανελλόπουλου ο οποίος αποτυπώνοντας τις αναμνήσεις του, στο βιβλίο του Αλέκου Μαρασλή με τίτλο «Πάτρα 1900», για τον τρόπο ζωής και τις προσωπικότητες της εποχής, όταν γράφει για τον Γεώργιο Παπανδρέου κάνει την ενδιαφέρουσα παρένθεση:
«Ο πατέρας του ήταν εφημέριος στην Παντάνασσα, στην αγαπημένη μου εκκλησία (στην ενορία της υπαγόταν το σπίτι μας), όπου παρακολουθούσα, ως μαθητής του δημοτικού σχολείου (και αργότερα), τη λειτουργία της Κυριακής, και στεκόμουν ώρες όρθιος τη Μ. Πέμπτη για ν’ ακούσω τα Δώδεκα Ευαγγέλια. Τη Μ. Παρασκευή πηγαίναμε στο μητροπολιτικό ναό της Ευαγγελίστριας, όπου το επόμενο βράδυ παρακολουθούσαμε την Ανάσταση. Μετά την Ανάσταση πηγαίναμε συνήθως στο σπίτι του Νικολάου και της Ιουλίας Σαγιά, αδελφής της μητέρας μου, όπου –με τα παιδιά τους και συχνά με τον Δημήτριο Γούναρη και τον Ιωάννη Βλάχο– τρώγαμε τη μαγειρίτσα και τσουγκρίζαμε τα Πασχαλιάτικα αυγά».
«Ο πατέρας του ήταν εφημέριος στην Παντάνασσα, στην αγαπημένη μου εκκλησία (στην ενορία της υπαγόταν το σπίτι μας), όπου παρακολουθούσα, ως μαθητής του δημοτικού σχολείου (και αργότερα), τη λειτουργία της Κυριακής, και στεκόμουν ώρες όρθιος τη Μ. Πέμπτη για ν’ ακούσω τα Δώδεκα Ευαγγέλια. Τη Μ. Παρασκευή πηγαίναμε στο μητροπολιτικό ναό της Ευαγγελίστριας, όπου το επόμενο βράδυ παρακολουθούσαμε την Ανάσταση. Μετά την Ανάσταση πηγαίναμε συνήθως στο σπίτι του Νικολάου και της Ιουλίας Σαγιά, αδελφής της μητέρας μου, όπου –με τα παιδιά τους και συχνά με τον Δημήτριο Γούναρη και τον Ιωάννη Βλάχο– τρώγαμε τη μαγειρίτσα και τσουγκρίζαμε τα Πασχαλιάτικα αυγά».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου